Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρίβω γωνία

  • 1 στρίβω

    1. μετ.
    1) вить, крутить, скручивать; сучить;

    στρίβω τό νήμα — крутить нить;

    στρίβω τσιγάρο — скручивать папиросу;

    § τα στρίβω — или στρίβ τα λόγια ( — или τό λόγο) μου — менять позицию; — отказываться от собственных слов, идти на попятную;

    (τό) στρίβω удрать; — ускользнуть; — улизнуть (разг); — смыться (прост.);

    στρίβε (το)! — убирайся!;

    στρίβω τα μρύτρα — воротить морду (от чего-кого-л.);

    2. αμετ.
    1) поворачивать, сворачивать (куда-л.);

    στρίβ δεξιά — повернуть, свернуть направо;

    στρίβω στη γωνία — поворачивать за угол;

    2) виться, извиваться, изгибаться;

    στρίβει ο δρόμος — дорога петляет, кружит;

    3) передёрнуться, искривиться;
    εστριψε απ' το κακό του его передёрнуло от злобы; § τούστρ*ψε (η βίδα) он свихнулся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρίβω

  • 2 завернуть

    завернуть, завёртывать 1) (в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω заверните, пожалуйста τυλίξτε μου, παρακαλώ 2) (повернуть) γυρίζω, στρέφω \завернуть за угол στρίβω γωνία \завернуться τυλίγομαι
    * * *
    = завёртывать
    1) ( в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω

    заверни́те, пожа́луйст— τυλίξτε μου, παρακαλώ

    2) ( повернуть) γυρίζω, στρέφω

    заверн́уть за́ угол — στρίβω γωνία

    Русско-греческий словарь > завернуть

  • 3 повернуть

    повернуть в рази. знач. γ υρίζω· στρίβω, στρέφω (изменить направление)" \повернутьключ γυρίζω το κλειδί· \повернуть назад γυρίζω πίσω· \повернуть за угол στρίβω τη γωνία \повернуться γυρίζω, στρέφομαι
    * * *
    в разн. знач.
    γυρίζω; στρίβω, στρέφω ( изменить направление)

    поверну́ть ключ — γυρίζω το κλειδί

    поверну́ть наза́д — γυρίζω πίσω

    поверну́ть за́ угол — στρίβω τη γωνία

    Русско-греческий словарь > повернуть

  • 4 загнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. αναδιπλώνω, αναστρέφω, γυρίζω• κάμπτω, λυγίζω•

    -угол страницы διπλώνω τη γωνία της σελίδας (του φύλλου)•

    загнуть кава αναδιπλώνω τα μανίκια•

    загнуть палец κάμπτω το δάχτυλο.

    2. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, κόβω•

    загнуть за угол στρίβω στη γωνία.

    3. μτφ. το παρακάνω, περνώ τα όρια. || βωμολοχώ, βρίζω χυδαία.
    εκφρ.
    загнуть пирогαπλ. φτιάχνω πίττα•
    загнуть салазки – (απλ.) αναστρέφω τα πόδια.
    1. διπλώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. (απλ.) πεθαίνω, τινάζω τα πέταλα, τα κακαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > загнуть

  • 5 сворачивать

    сворачивать
    несов Ι, (поворачивать) στρίβω, στρέφω, γυρίζω:
    \сворачивать направо γυρίζω (или στρίβω) προς τά δεξιά· \сворачивать за угол στρίβω στή γωνία·
    2. см. свертывать 1.

    Русско-новогреческий словарь > сворачивать

  • 6 заходить

    заходить
    1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:
    \заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·
    2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·
    3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:
    заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·
    4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:
    \заходить за угол στρίβω στή γωνία·
    5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·
    6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ.

    Русско-новогреческий словарь > заходить

  • 7 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 8 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

См. также в других словарях:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»